беспрепятственный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

беспрепятственный - translation to πορτογαλικά


беспрепятственный      
sem obstáculos, livre
sem entraves      
беспрепятственно
sem impedimentos      
беспрепятственно

Ορισμός

беспрепятственный
прил.
Не связанный с преодолением каких-л. препятствий, преград и т.п.; свободный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για беспрепятственный
1. Точнее - беспрепятственный ее проход через уретру.
2. Они должны обеспечить беспрепятственный проезд спецколонн.
3. Я убежден, что "Газпром" обеспечит беспрепятственный транзит природного газа.
4. - Есть и другой способ обеспечить беспрепятственный проезд - сопровождение вневедомственной охраны.
5. Нозиков требовал вознаграждение за беспрепятственный провоз груза через таможню.